-
1 οἰκωφελία
Aοἶκον ὀφέλλειν Od.15.21
), increase of the household or estate, housekeeping,τοῖος ἔα ἐν πολέμῳ· ἔργον δέ μοι οὐ φίλον ἔσκεν οὐδ' οἰκωφελίη Od.14.223
;γυναιξίν, νόος οἰκωφελίας αἷσιν ἐπάβολος Theoc.28.2
, cf. Naumach. ap. Stob.4.23.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰκωφελία
-
2 ἐπήβολος
A having reached, achieved, or gained a thing, c. gen.,οὐ νηὸς ἐ. οὐδ' ἐρετάων γίγνομαι Od.2.319
;τούτων ἐ. Hdt.9.94
;ἱματίου ἐ. γενέσθαι PSI4.418.22
(iii B.C.);τούτων τῶν θεῶν ἐ.
in possession of..,Hdt.
8.111;τερπνῆς.. τῆσδ' ἐ. νόσου A.Ag. 542
; ἐ. φρενῶν, Lat. compos mentis, Id.Pr. 444, S.Ant. 492; ἐπιστήμης, παιδείας ἐ., Pl. Euthd. 289b, Lg. 724b, cf. Hp. Lex2;μήτε πόλεως μήτε πολιτείας Hyp. Fr.78
;μεγάλων καὶ καλῶν Arist.EN 1101a13
; νόος οἰκωφελίας αἷσιν ἐπάβολος whose mind is skilled in housewifery, Theoc.28.2; τῶν ὄντων ἐ. γενόμενος having become acquainted with the true facts, Hld. 10.20: c. inf., most dexterous at..,κλέψαι -ώτατος Plu.Arat.10
.2 pertaining to, befitting, κλήροισιν ἐ. belonging to our fields, Nic.Al. 232;πάντεσσιν ἐ. ἥνδανε μῆτις A.R.4.1380
.II [voice] Pass., to be reached or won,ἐπήβολος ἅρματι νύσσα Id.3.1272
. ( ἐφήβολος CIG (add.) 4303a20 ([place name] Myra).)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπήβολος
См. также в других словарях:
οικωφελία — οἰκωφελία και οἰκωφέλεια, επικ. τ. οἰκωφελίη, ἡ (Α) [οικωφελής] οικονομία στο σπίτι, νοικοκυροσύνη («δῶρον... γύναιξιν, νόος οἰκωφελίας αἶσιν ἐπάβολος», Θεόκρ.) … Dictionary of Greek